φαρμακίτης

φαρμακίτης
φαρμακί̱της , φαρμακίτης
drugged
masc nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • φαρμακίτης — (I) ὁ, θηλ. φαρμακῑτις, ίτιδος, Α 1. παρασκευασμένος με δηλητήρια ή με μαγικά φίλτρα 2. (κατά τον Ησύχ.) «ἀδηφάγος» 3. (το θηλ. ως κύριο όν.) Φαρμακῑτις (ενν. βίβλος) τίτλος χαμένου έργου, σχετικού με τα φάρμακα, τού Ιπποκράτους 4. φρ. α)… …   Dictionary of Greek

  • φαρμακίτις — (II) (φαρμακῖτης) ίτιδος, ἡ, Α βλ. φαρμακίτης …   Dictionary of Greek

  • φαρμακίτας — φαρμακί̱τᾱς , φαρμακίτης drugged masc acc pl φαρμακί̱τᾱς , φαρμακίτης drugged masc nom sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φάρμακο — το / φάρμακον, ΝΜΑ 1. ουσία που χρησιμοποιείται για θεραπευτικούς σκοπούς, για την αποκατάσταση τής φυσιολογικής λειτουργίας τού οργανισμού ή για προφύλαξη από τις νόσους, φαρμακευτικό προϊόν, γιατρικό 2. μτφ. μέσο που χρησιμεύει για την άμβλυνση …   Dictionary of Greek

  • φαρμακίτην — φαρμακί̱την , φαρμακίτης drugged masc acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”